- αταραξία
- ηψυχική ηρεμία, ψυχραιμία: Είχε δείξει μιαν αξιοθαύμαστη αταραξία στις συμφορές που τον χτύπησαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀταραξία — ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc/acc dual ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίᾳ — ἀταραξίᾱͅ , ἀταραξία impassiveness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αταραξία — (ataraxia) (греч.) невозмутимость. Состояние душевного покоя, достигаемое мудрецом (Демокрит, Эпикур, скептики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв … Философская энциклопедия
αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα … Dictionary of Greek
ἀταραξίας — ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem acc pl ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίαν — ἀταραξίᾱν , ἀταραξία impassiveness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίη — ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίην — ἀταραξία impassiveness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίης — ἀταραξία impassiveness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταραξίῃ — ἀταραξία impassiveness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)